- ελειότροφος
- ἑλειότροφος, -ον (Α)(για φυτά) αυτός που τρέφεται σε έλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑλειοτρόφου — ἑλειότροφος bred in the marsh masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)